- ἐπιτηδεύεται
- ἐπιτηδεύωpursuepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτηδεύω — επιτήδευσα, επιτηδεύτηκα, επιτηδευμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι με πολλή λεπτολογία: Επιτηδεύει την ομιλία του. 2. συνήθ. το μέσ., επιτηδεύομαι, α. ασχολούμαι σε κάτι με ικανότητα και επιδεξιότητα, είμαι επιτήδειος, είμαι ειδικός σε κάτι: Επιτηδεύεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιταλισμός — ο 1. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που προσιδιάζει στην ιταλική γλώσσα 2. το να μιμείται κάποιος τους Ιταλούς, το να επιτηδεύεται ιταλικούς τρόπους ή το να διάκειται ευμενώς προς αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰταλίζω. Η λ. στον πληθ. ἰταλισμοί μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek
ακόμψευτος — η, ο αυτός που δεν επιτηδεύεται στο ντύσιμό του, στους τρόπους του, στην ομιλία του: Είναι άνθρωπος με τρόπους ακόμψευτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)